- κατατύπτω
- κατατύπτω (Α)(επιτ. τ. τού τύπτω*)1. χτυπώ κάτι πολύ, πλήττω κάτι μέχρις ότου σπάσει2. μέσ. κατατύπτομαικαι αιολ. τ. καττύπτομαιχτυπώ το στήθος μου, στερνοκοπούμαι, στηθοκοπούμαι, χτυπιέμαι («καττύπτεσθε, κόραι», Σαπφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τύπτω «χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.